- διάγλυπτος
- -η, -ο (Α διάγλυπτος, -ον) [διαγλύφω]1. αυτός που φέρει γλυφές, διακοσμητικά σκαλίσματα2. το ουδ. ως ουσ. το διάγλυπτοντο κοσμημένο με πολλές γλυφές.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
διάγλυπτον — διάγλυπτος divided masc/fem acc sg διάγλυπτος divided neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)